- λοπαδάγχης
- λοπᾰδ-άγχης, ου, ὁ, = sq., Eub.139.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λοπαδάγχης — λοπαδάγχης, ὁ (Α) ο λοπαρπαγιδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, άδος «πιατέλα» + άγχης (< ἄγχω «σφίγγω»), πρβλ. κυνάγχης, λεοντ άγχης] … Dictionary of Greek
λοπαδάγχαι — λοπαδάγχης masc nom/voc pl λοπαδάγχᾱͅ , λοπαδάγχης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)